βρικόλακας ή βρυκόλακας

βρικόλακας ή βρυκόλακας
Πρόσωπο της λαογραφίας. Πρόληψη διαδεδομένη σε πολλούς λαούς, σύμφωνα με την οποία ορισμένα άτομα που έχουν πεθάνει, διατηρούν το πτώμα τους ανέπαφο ρουφώντας το αίμα ζωντανών υπάρξεων. Από την άποψη της θρησκειολογίας, η πρόληψη αυτή ταξινομείται στη μεγάλη κατηγορία των συγκινησιακών εμπειριών, αναφορικά με τον θάνατο, ως προβληματικό φαινόμενο· ο νεκρός μπορεί να μην είναι πράγματι νεκρός και να εξακολουθεί να ζει ανάμεσα στους ζωντανούς, με τρόπο διαφορετικό όμως από αυτόν που ζουν οι ζωντανοί και προπάντων βλάπτοντάς τους. Η πρόληψη αυτή αποδίδει στους β. μία σειρά από δραστηριότητες που συνδέονται με τη μεταθανάτια ζωή τους. Ο β. είναι περιορισμένος στον τάφο του (που πρέπει να βρίσκεται στη γενέθλια γη) από την αυγή έως τη δύση, αλλά τη νύχτα είναι τελείως ελεύθερος. Μπορεί να μεταμορφωθεί σε έμψυχο ον (λύκο, νυχτερίδα κλπ.) ή σε κάτι άψυχο (ομίχλη ή χιονόνερο). Είναι προικισμένος με υπερβολική δύναμη. Τρέφεται με το ανθρώπινο αίμα και η μοίρα των θυμάτων του είναι να γίνουν β. Μπορεί να εξουδετερωθεί μόνο αν τον διαπεράσει κανείς στον τάφο του με έναν ξύλινο πάσσαλο ή με ένα μεταλλικό όπλο, στη διάρκεια της ημέρας. Στην αρχαία Ελλάδα πίστευαν ότι οι ψυχές –κυρίως των δολοφονημένων– δεν κατέβαιναν στον Άδη, αλλά περιφέρονταν ως εκδικητές στη Γη, απειλώντας τους ενόχους. Αλλά και στους νεότερους χρόνους (17ος-18ος αι. και ύστερα) η πρόληψη αυτή είχε μεγάλη διάδοση. Εκτός από το αίμα των αδικοχαμένων, βρικολάκιαζε επίσης και το πτώμα στο οποίο δεν είχαν ψάλει νεκρώσιμη ακολουθία ή το διασκέλιζε μία γάτα, ένα φίδι ή ένας εχθρός του, καθώς και πολλοί που έζησαν αμαρτωλή ζωή. Την πίστη αυτή για τους β. τη συναντούμε επίσης στους αρχαίους Αιγυπτίους και στους Ρωμαίους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • βρικόλακας — ο και βρυκόλακας και βρυκόλαξ και βουρκόλακας και βουλκόλακας και βουρβούλακας 1. ο νεκρός που βγαίνει από τον τάφο και κακοποιεί τους ζωντανούς 2. αυτός που περιπλανιέται τη νύχτα σε έρημους τόπους 3. κάποιος που φέρνει δυσάρεστες αναμνήσεις και …   Dictionary of Greek

  • βρυκόλακας — (18ος αι.). Αρματολός της Ρούμελης που έχει εμπνεύσει πολλά δημοτικά τραγούδια. Ένα από αυτά μας πληροφορεί ότι ο Β. ήταν σύγχρονος του Χρήστου Μηλιώνη και του Βλαχαρμάτα, σε ένα άλλο όμως παρουσιάζεται ως σύγχρονος του Θύμιου Μπαλάσκα. Σύμφωνα… …   Dictionary of Greek

  • Vrykolakas — Les vrykolakas (en grec moderne : βρικόλακας ou βρυκόλακας vrikólakas, en aroumain : vurculatsili, en roumain : vârcolaci, en bulgare : Върколак Vyrkolak, en russe : Врыколак vrykolak) parfois transcrit broucolaque en… …   Wikipédia en Français

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”